παιδικός — of a child masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδικός — ή, ὁ (ΑΜ παιδικός, ή, όν) [παῖς, παιδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παιδί (α. «παιδική ηλικία» η περίοδος τής ζωής τού ανθρώπου από τη γέννηση έως την έναρξη τής ήβης θ. «παιδικό θέατρο» γ. «παιδικός χορός», Λυσ.) 2. παιδαριώδης,… … Dictionary of Greek
παιδικός σταθμός — Ειδικό παιδαγωγικό ίδρυμα που δέχεται, κατά κανόνα, παιδάκια 3 5 ετών, δηλαδή πριν από το δημοτικό σχολείο. Η εμφάνισή του, μετά το προηγούμενο των αιθουσών φύλαξης, είναι εντελώς σύγχρονη, συνδεδεμένη με την εμφάνιση και διάδοση του… … Dictionary of Greek
παιδικώτερον — παιδικός of a child adverbial comp παιδικός of a child masc acc comp sg παιδικός of a child neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδικαῖς — παιδικός of a child fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδικαί — παιδικός of a child fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδικοί — παιδικός of a child masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδικούς — παιδικός of a child masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδικῆς — παιδικός of a child fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδικῇ — παιδικός of a child fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)